Εμφύλιοι πόλεμοι: Το σαράκι του ελληνισμού

Εμφύλιοι πόλεμοι: Το σαράκι του ελληνισμού

 

Του Πέτρου Πιτσιάκκα, Φιλολόγου, M.Ed., Διευθυντή 2ου Λυκείου Ναυπάκτου

 

 

Η ιστορική μνήμη πρέπει να είναι πάντα ζωντανή και πάντα γρηγορούσα, ώστε να διδάσκει και να κατευθύνει τις ενέργειες και τις συμπεριφορές μας, στο παρόν και στο μέλλον, για να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.

Γιορτάζοντας τα 200 χρόνια από το 1821, δεν θα πρέπει να ανακυκλώνουμε, πομπωδώς, το παρελθόν, λιβανίζοντας το, σαν μουσειακό αντικείμενο, και προσεγγίζοντας το, με έναν αόριστο και απόλυτο τρόπο, συναισθηματικά.

Αντίθετα, θα πρέπει να αναδείξουμε και τα λάθη, τις παραλείψεις, τις συγκρούσεις, τις διχόνοιες και τους εμφυλίους, που έγιναν κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής περιόδου, για να κάνουμε την εθνική μας αυτοκριτική, ώστε να ενισχυθεί η εθνική μας αυτογνωσία και να εγκαταλείψουμε αρρωστημένες νοοτροπίες και συμπεριφορές, που τόσα πολλά δεινά έχουν επιφέρει στον ελληνισμό.

Στην ιστορία του ελληνικού έθνους, είναι καταχωρημένοι πολλοί διχασμοί και εμφύλιες διαμάχες. Στην αρχαιότητα, είχαμε τον πελοποννησιακό πόλεμο, μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και των συμμάχων τους (431-404 πχ). Στα νεότερα χρόνια, εμφύλιους πολέμους είχαμε κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821, την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και τη λήξη της κατοχής στην Ελλάδα (1946-1949), και την περίοδο 1972 -1974, στην ελληνική μεγαλόνησο, την Κύπρο.

Στα πλαίσια των εορτασμών, για τα 200 χρόνια, από την επανάσταση του 1821, θα πρέπει να αναδειχθεί, όχι μόνο το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, αλλά και η πτώση  της, όπως αυτή εκφράστηκε, μέσα από το διχασμό και τις εμφύλιες διαμάχες, ούτως ώστε να συνειδητοποιήσουμε τις τραγικές τους συνέπειες, για τον ελληνισμό, να ξεριζώσουμε αυτό το σαράκι και να υπάρξει αναστροφή.

Ο εμφύλιος πόλεμος, την περίοδο της ελληνικής επανάστασης (1821-1830), διεξήχθη από το 1823 έως το 1825. Είχε ως αιτία τον ανταγωνισμό ισχύος, για την ηγεσία της επανάστασης, αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους, και χωρίζεται σε δύο φάσεις.

Η πρώτη φάση ήταν από το φθινόπωρο του 1823, μέχρι το καλοκαίρι του 1824, με πεδίο σύγκρουσης την Πελοπόννησο. Αντιμαχόμενοι ήταν, από τη μια οι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου, με τον Κολοκοτρώνη επικεφαλής,  και από την άλλη οι πολιτικοί της Πελοποννήσου, με τους νησιώτες, με επικεφαλής το Μαυροκορδάτο. Η δεύτερη μερίδα, αυτοχαρακτηρίστηκε ως «κυβερνητική» και διέθετε, ως στοιχεία επικράτησης, την υπεροχή της σε οικονομικά μέσα και την επικάλυψη των ενεργειών της, με το στοιχείο της νομιμότητας.

Η δεύτερη φάση του εμφυλίου, που τροφοδοτείτο από τις προσωπικές δυσαρέσκειες και τον ανταγωνισμό, για πολιτική επικράτηση, διεξήχθη τους τελευταίους μήνες του 1824. Αντιμέτωποι, βρέθηκαν, από τη μια μεριά οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της πολιτικής και στρατιωτικής τάξης της Πελοποννήσου, και από την άλλη οι νησιώτες (Υδραίοι, Σπετσιώτες), υποστηριζόμενοι από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Επιδίωξη, και των δύο μερίδων, ήταν η εξασφάλιση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας.

Ο εμφύλιος έληξε τον Ιανουάριο του 1825, με την επικράτηση της μερίδας των νησιωτών, με επικεφαλής τον Κουντουριώτη και τη φυλάκιση των Πελοποννησίων αντιπάλων της, όπως του Κολοκοτρώνη, του Δεληγιάννη, του Ανδρούτσου κ.α. Επιπλέον, τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου, το οποίο είχε ληφθεί για τις ανάγκες της επανάστασης, διασπαθίστηκαν, για την προσέλκυση των ρουμελιώτικων στρατευμάτων. Επίσης, λεηλατήθηκε η Πελοπόννησος, από τους «κυβερνητικούς», με αποτέλεσμα να καταπέσει το ηθικό των κατοίκων της, να καλλιεργηθεί το μίσος και να δημιουργηθεί ολέθριος διχασμός, μεταξύ Πελοποννησίων και Ρουμελιωτών. Το χειρότερο δε είναι ότι παραμελήθηκε, τελείως, η άμυνα και ο εφοδιασμός των παράλιων κάστρων της Ν.Δ. Πελοποννήσου, τη στιγμή που αναμενόταν η απόβαση των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, για την κατάπνιξη της επανάστασης.

Οι νικητές συμπεριφέρθηκαν στην Πελοπόννησο, σαν σε χώρα εχθρική. Ο Μακρυγιάννης, βλέποντας την ελεεινή συμπεριφορά των συμπατριωτών του, καταπικραμένος βροντοφωνάζει: «Την επανάστασιν μας θα την καταντήσουνε ληστεία και η πατρίς κατάντησε η παλιοψάθα των ατίμων». Σε μια στιγμή που οι εθνικές δυνάμεις θα έπρεπε να είναι ενωμένες και να επαγρυπνούν, για την αντιμετώπιση των προετοιμαζόμενων κοινών πολεμικών επιχειρήσεων, του σουλτάνου της Τουρκίας και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ο χωρισμός των ελλήνων, σε αντίπαλα στρατόπεδα, προκαλούσε τη χαλάρωση και, σχεδόν, την αδράνεια των εθνικών δυνάμεων. Σ’ αυτή την κρίσιμη φάση, για την πορεία του έθνους, αφού η επανάσταση κινδύνευε να καταπνιγεί, οι Έλληνες φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, υποτάσσοντας τα συμφέροντα του έθνους στις προσωπικές φιλοδοξίες. Το «εγώ» μπήκε πάνω από το «εμείς».  Και δεν ήταν η μοναδική φορά, κατά τη διάρκεια αυτών των διακοσίων χρόνων, από τότε.  

Την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η βασική αιτία του εθνικού διχασμού ήταν η διαφορετική αντίληψη του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, για τη στάση της Ελλάδας. Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος επεδίωκε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία), γιατί πίστευε ότι η Ελλάδα, με αυτή την πολιτική, όχι μόνο θα διατηρούσε τα κέρδη της, από τους βαλκανικούς πολέμους, αλλά και θα τα επέκτεινε, με αποτέλεσμα την υλοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Αντίθετα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επεδίωκε την ουδετερότητα της Ελλάδας, με το πρόσχημα μιας φιλειρηνικής πολιτικής, η οποία, όμως, στην ουσία, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Γερμανίας. Ο ίδιος, μάλιστα, ο βασιλιάς, του οποίου η γυναίκα ήταν αδελφή του κάιζερ της Γερμανίας, με διάφορες ενέργειες του, όπως η παράδοση απόρρητων διπλωματικών εγγράφων στους Γερμανούς, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους.

Εξαιτίας της σύγκρουσης Βασιλιά – Βενιζέλου, η Ελλάδα, το 1916, κόπηκε στα δύο. Από τη μια, στη Βόρεια Ελλάδα, είχαμε το κράτος της Θεσσαλονίκης, που στήριζε την πολιτική του Βενιζέλου. Από την άλλη, στη Νότια Ελλάδα, είχαμε το κράτος των Αθηνών, που στήριζε την πολιτική του Βασιλιά. Ο εθνικός διχασμός βρισκόταν στο απόγειο του, με δολοφονικές απόπειρες, με συγκρούσεις, με διώξεις, με δολοφονίες. Τελικά, με τη δυναμική παρέμβαση των Αγγλογάλλων, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποχώρησε, από την Ελλάδα, και ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωθυπουργία. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν και οι διώξεις εναντίον των φιλοβασιλικών.

Η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο συνέβαλε, αποφασιστικά, στη θριαμβευτική νίκη των δυνάμεων της Αντάντ, κατά των Γερμανοβουλγάρων. Με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, δικαιωνόταν η πολιτική του Βενιζέλου. Ωστόσο, στις εκλογές του 1920, ο Βενιζέλος ηττήθηκε και οι αντίπαλοι του επανέφεραν, στο θρόνο της Ελλάδας, τον αντιπαθή, στις συμμαχικές δυνάμεις, Κωνσταντίνο. Η φιλοβασιλική κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις της, για αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής και τερματισμό της μικρασιατικής εκστρατείας, συνέχισε τον πόλεμο. Ταυτόχρονα, συνεχιζόταν και ο εθνικός διχασμός, με διώξεις εναντίον των βενιζελικών, αυτή τη φορά. Αποτέλεσμα, αυτού του εθνικού διχασμού, ήταν η μικρασιατική καταστροφή (1922), που μεταφράστηκε σε 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες και οριστικό θάψιμο των ονείρων του ελληνικού έθνους, για την απόκτηση των χαμένων πατρίδων. Παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς, ο κατήφορος συνεχίστηκε.

Μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, ξεκίνησε ένας σκληρός και αιματηρός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949). Από τη μια, ήταν οι δυνάμεις του δημοκρατικού στρατού, που ελέγχονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, και από την άλλη ήταν οι δυνάμεις του ελληνικού στρατού, που ελέγχονταν από την ελληνική κυβέρνηση. Οι ένοπλες συγκρούσεις ήταν αποτέλεσμα συσσωρευμένων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από την εποχή του εθνικού διχασμού, εντάθηκαν με τη μικρασιατική καταστροφή και κορυφώθηκαν με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Ο ελληνικός εμφύλιος, την περίοδο αυτή, θεωρήθηκε, διεθνώς, ως η πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου, στη μεταπολεμική ιστορία, και είχε τις μεγαλύτερες απώλειες, που γνώρισε η χώρα, από το 1830 μέχρι σήμερα, σε υλικό και ηθικό επίπεδο. Το σημαντικότερο δε ήταν το ιδεολογικό και πολιτικό χάσμα, που χώρισε τον ελληνισμό, για πολλές δεκαετίες, κατάλοιπα του οποίου συναντάμε μέχρι σήμερα.

Δυστυχώς, όμως, δεν «έχουν τελειωμό τα πάθια και οι καϋμοί» του  ελληνισμού, αφού, τη δεκαετία του 1970, είχαμε ένα νέο διχασμό, στην ελληνική μεγαλόνησο, την Κύπρο. Η πολιτική ανωριμότητα και η διχόνοια στο νησί, την περίοδο αυτή, οδηγούσαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο αλληλοεξόντωσης, άλλοτε ψυχρό και άλλοτε θερμό, που εξάντλησε τις δυνάμεις του κυπριακού ελληνισμού. Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές ενεργούσαν, σαν να είχαν την αυταπάτη, ότι στην περιοχή δεν υπήρχε η Τουρκία, με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες, παρότι κατά καιρούς, η τελευταία, με τις ενέργειές της, τις υπενθύμιζε, σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η όλη κατάσταση, θύμιζε τις εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες οδήγησαν το Βυζάντιο σε μεγάλες ήττες και τελικά στην αποσύνθεση.

Σε μια εποχή, που ήταν αναγκαία η ψυχική ενότητα του κυπριακού ελληνισμού είχαμε συνωμοτικές ενέργειες, δολοφονικές απόπειρες και δολοφονίες. Ουσιαστικά, είχε εγκαταλειφθεί η αντίσταση στις τουρκικές επιδιώξεις και ο κυπριακός ελληνισμός αναλωνόταν σε έναν αυτοκαταστροφικό εμφύλιο, που προετοίμαζε τις χειρότερες ημέρες, που ακολούθησαν. Ο πρόεδρος Μακάριος πίστευε ότι, ως χαρισματικός ηγέτης ενός μικρού, με μεγάλη όμως γεωπολιτική σημασία, κράτους, θα μπορούσε να ελίσσεται, με επιτυχία, και να είναι ο αναμφισβήτητος ηγέτης, του δεύτερου ελληνικού κράτους. Του διέφευγε, όμως, το γεγονός πως δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική και φιλόδοξη πολιτική, δίχως τα αναγκαία δημογραφικά μεγέθη και την αναγκαία στρατιωτική ισχύ.

Με αφορμή μια, ελάχιστα, διπλωματική επιστολή του Μακαρίου, προς τη χούντα των Αθηνών, ο επικεφαλής της χούντας ταξίαρχος Ιωαννίδης, από κοινού με τον στρατηγό Γκιζίκη και τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων, αποφάσισαν την ανατροπή του, με στρατιωτικό πραξικόπημα, παρά τον τουρκικό κίνδυνο. Ο Μακάριος, μετά τη διάσωση του, από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, δήλωσε ότι «το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή και οι συνέπειες του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους». Η Τουρκία, με αφορμή το πραξικόπημα και με πρόσχημα την προστασία των Τουρκοκυπρίων, εισέβαλε στο νησί καταλαμβάνοντας το 38% του εδάφους και εκδιώκοντας από τις εστίες τους 200.000 Έλληνες. Άλλη μια εθνική τραγωδία συντελέστηκε, σ’ αυτά τα 200 χρόνια, αποτέλεσμα, κι αυτή, εμφύλιας διαμάχης.

Σ’ αυτή την πορεία των 200 χρόνων ο ελληνισμός, κατέβαλε τίμημα βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα εθνικό, αφού οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι εθνικοί διχασμοί, αυτό το σαράκι του ελληνισμού, οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές και τραγωδίες. Τίμημα πολιτισμικό, αφού βλέπουμε αξίες να ανατρέπονται, την ιστορική ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό πολιτισμό να αλλοτριώνεται. Τίμημα πολιτικό, αφού η δημοκρατία μας κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Ωστόσο, η αναστροφή αυτής της πορείας θα πρέπει να ξεκινήσει, όσο επώδυνη κι αν είναι.

200 χρόνια, μετά το 1821, θα πρέπει να πάψουμε να επιμένουμε στις πολωτικές διαιρέσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να αναζητούμε, και να επενδύουμε, στη σύνθεση. Το ζητούμενο πρέπει να είναι η αναζήτηση όρων συνύπαρξης και όχι τεχνικών αλληλοεξόντωσης. Η χώρα μας, όπως και καμιά χώρα, δεν μπορεί να συναπαρτίζεται μόνο απ’ αυτούς που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις με μας, αλλά από όλους. Μόνο με τη συμπερίληψη των άλλων, μπορούμε να πάμε μπροστά. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε, αν δεν αναγνωρίσουμε το δικαίωμα στο διαφορετικό. Ο κόσμος, μάς περιλαμβάνει όλους. Μόνο ομονοούντες, στις στοιχειώδεις ανάγκες, μπορούμε παλέψουμε και να τα καταφέρουμε. Αυτό θα πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στόχος της κοινότητας και όχι οι ιδιαιτερότητες του καθενός και οι εναντιώσεις. Η έλλειψη κοινού στόχου, φέρνει διχασμούς και εμφυλίους, που τόσα δεινά επιφέρουν.    

Η ίδια η πραγματικότητα θέτει τους όρους της επιβίωσης μας. Εμείς, όμως, αρνούμαστε να προσαρμοστούμε και θέλουμε, και το προσπαθούμε, να εφαρμόσουμε, καθολικά, τις δικές μας ιδέες και απόψεις και να ακυρώσουμε, όσους διαφωνούν. Αντί για το «όλοι μαζί», ακούμε το «εμείς και οι άλλοι» ή το «ή εμείς ή αυτοί». Με τέτοιες ιδέες, όμως, δεν έχουμε μέλλον και θα οδηγούμαστε, σταθερά, όπως μας διδάσκει η ιστορική μας πορεία, σε εθνικές περιπέτειες και τραγωδίες. 

200 χρόνια, μετά την επανάσταση, καλούμαστε, ως ελληνισμός, να ξεριζώσουμε το σαράκι του διχασμού, να απαντήσουμε σε τι ομονοούμε και να επαναχαράξουμε την πορεία μας, επαναπροσδιορίζοντας τα ελάχιστα κοινά σημεία, για να συμπορευτούμε. Και «οι καιροί ου μενετοί».

 

 

-----

* Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύεται στο πλαίσιο της Επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821.  Ο Δήμος Ναυπακτίας προχωρά στη δημοσίευση σειράς άρθρων και κειμένων προσωπικοτήτων που συνδέονται ή έλκουν την καταγωγή τους από την Ναυπακτία και ανταποκρίθηκαν στην προσωπική πρόσκληση που τους απηύθυνε ο Δήμαρχος κ.Βασίλης Γκίζας.  Ως προς το περιεχόμενό τους αναφέρονται σε στορικά γεγονότα που αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές της πορείας του Έθνους και της Ναυπακτίας, αλλά και σε ενδιαφέρουσες αναλύσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και αφήνουν το στίγμα τους στη δημόσια συζήτηση.

 

Δείτε το Δελτίο Τύπου εδώ.